Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Η ΚΑΜΠΙΑ





Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια μικρή και ζαρωμένη κάμπια στο αντικρινό το δάσος, εκείνο με τα τούβλα και τα τσιμεντένια δέντρα. Περνούσε τις μέρες της, ανίκανη να διασχίσει τις διαβάσεις, περίμενε. Τρεφόταν με τα λιγοστά μαρούλια που έβρισκε σε εκείνες τις μαύρες σακούλες, έξω από τις πράσινες ταμπέλες που όταν νύχτωνε αναβόσβηναν – ήταν το σπίτι της – η πίσω είσοδος του εστιατορίου.
Όσο πιο πολύς κόσμος έμπαινε από την μπροστινή είσοδο, τόσο πιο πολλά μαρούλια είχαν οι περισσότερες μαύρες σακούλες. Μαζί της κατά διαστήματα βρίσκονταν διάφοροι του ζωϊκού βασιλείου, που τρώγανε παρέα στις μαύρες σακούλες, στην πίσω πόρτα. Εκείνοι όμως έφευγαν  γιατί είχαν πόδια μεγάλα και έτρεχαν και έπαιζαν, ήταν σβέλτοι και χάνονταν όταν έβγαινε ο κύριος με τα άσπρα: ήταν εκείνος που έφερνε τις μαύρες σακούλες.
Σκαρφαλωμένη καθώς ήταν μια μέρα σε ένα ώριμο και γλυκύτατο φύλλο μαρουλιού ήρθε αυτός ο κύριος με τα άσπρα, άρπαξε το μαρούλι γρήγορα-γρήγορα, το πήγε μέσα και το έβαλε μέσα σε ένα δωμάτιο ζεστό πολύ. Από παντού ακούγονταν σφυρίγματα, είχε ατμούς παντού και μικρά ή μεγάλα αστραφτερά μακρόστενα πράγματα που με αυτά έκαναν τα μαρούλια πολλά πολλά κομμάτια.
Είχε καταφέρει να κρυφτεί στο μαρούλι η κάμπια μας. Ο κύριος με τα άσπρα δεν την είχε καταλάβει. Έβαλε το μαρούλι επάνω στο ξύλο. Η κάμπια τρομοκρατημένη, έκλεισε τα μάτια, αρχίζοντας να λέει ότι προσευχές τις είχε μάθει μια μακρινή της συγγενής που ήταν πολύ του Θεού, ήταν ακριβώς στη μέση χωμένη ανάμεσα από δύο προεξοχές που είχε το φύλλο. Για καλή της τύχη κόπηκε το φύλλο στα τρία και έτσι η μέση έμεινε ανέπαφη.
Αμέσως μετά το πέταξε μαζί με άλλα μαρούλια, καρότα και άλλες λιχουδιές σε ένα στρογγυλό πράγμα που έβλεπες από μέσα προς τα έξω αλλά δεν μπορούσες να βγεις. Περίμενε εκεί ζαρωμένη όπως ήταν, τώρα δύσκολα μπορούσες να την διακρίνεις ανάμεσα από τα λαχανικά της σαλάτας. Τα άσχημα άρχισαν, όταν έβαλε ο κύριος με τα άσπρα κάτι υγρά με έντονη μυρωδιά, αυγά, σκόνες και διάφορα άλλα που κατάφεραν να της κόψουν την αναπνοή, για λίγο όμως, γιατί τελικά κατάφερε να βρει κάποιον διέξοδο αέρα.
Αισθάνθηκε να μεταφέρεται μαζί με το στρογγυλό αυτό πράγμα που έβλεπες από μέσα αλλά δεν μπορούσες να το διαπεράσεις και με όλα τα υπόλοιπα που ήταν μέσα, καρότα, μαρούλια, ζουμιά και σκόνες.
Η διαδρομή ήταν μικρή. Με δυσκολία κατάφερε να δει που βρισκόταν και όταν το είδε έμεινε με το μικρό της στοματάκι ανοικτό. Αντίκρισε ένα ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο, χωρίς κεφάλι, χωρίς πατούσες, χωρίς ένα πούπουλο επάνω του. Την πήρε το παράπονο, ποτέ δεν είχε δει ζώο σε τέτοια κατάσταση, συγκινήθηκε, έκλαψε. Γιατί – σκέφτηκε – τι έκανε  το άμοιρο ζώο.
Αυτό που είδε σε λίγο, πάγωσε τα υγρά που έτρεχαν στο μικρό και ζαρωμένο κορμί της.
Δύο τεράστια ανθρώπινα χέρια, με μια μανία που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει σε αυτήν την πλάση, ξέσκισαν τις σάρκες του κοτόπουλου και ξεκοκάλισαν το ένα από τα δύο πόδια του άμοιρου ζώου. Το κατεύθυναν στο στόμα που άρχισε να το κατασπαράζει λαίμαργα. Το δύστυχο ζώο: τι του είχε επιφυλάξει η μοίρα – σκέφτηκε.
Είχε βολευτεί στη θέση της, ξαφνικά όμως αισθάνθηκε να ζουλιέται, να την πατικώνουν από πάνω. Ένα τεράστιο στρογγυλό πράγμα από τη μια και ένα με καρφιά από την άλλη την σήκωσαν (ψηλά) επάνω και διασχίζοντας όλο το τραπέζι, την έριξαν μαζί με τα λαχανικά σε ένα στρογγυλό πράγμα, όπου γύρω του ήταν κομμάτια από το άμοιρο κοτόπουλο και μικρά, μικρά πράσινα γρουμπούλια που έκαιγαν: της έμοιαζαν με αρακά, - αλλά να καίνε - της φάνηκε τόσο παράξενο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.
Προσπαθούσε να τα αποφύγει όλα αυτά, αλλά το κακό ήρθε  από επάνω. Κάτι την σήκωσε (πάλι) – ήταν ακόμα πάνω στο μαρούλι που το κρατούσε απεγνωσμένα –  και ξαφνικά είδε δύο τεράστια ανθρώπινα μάτια να την κοιτάζουν παράξενα, το ανθρώπινο το χέρι σταμάτησε
Ξαφνικά τα μάτια μεγάλωσαν, άνοιξε το τεράστιο στόμα και έβγαλε μια κραυγή που την έκανε να μην ξανακούσει ποτέ. Πετάχτηκαν μακριά, αλλού το μαρούλι, αλλού η κάμπια.
Άρχισε ένας πανικός στο μέρος με τα πράσινα φώτα που αναβόσβηναν, άνθρωποι πήγαιναν, ερχόντουσαν, φώναζαν, χτυπούσε ο ένας τον άλλον.
Με τα μικρά της πόδια, η ηρωίδα μας προσπαθούσε να γλιτώσει από το χάος που το είχε προκαλέσει  η ίδια αλλά δεν ήξερε γιατί.
Είχε φτάσει σχεδόν στην πίσω πόρτα, κοντά στο σπίτι της, τις μαύρες σακούλες, ώσπου είδε ένα τεράστιο μαύρο παπούτσι να κατευθύνεται κατά πάνω της.
Όλα σκοτείνιασαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου